μονοκράτορας

μονοκράτορας
[-ωρ (-ορός)] ο абсолютный монарх; самодержец; единоличный властитель; властелин, владыка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μονοκράτορας" в других словарях:

  • μονοκράτορας — ο ο απόλυτος κυρίαρχος, ο μονάρχης: Έγινε μονοκράτορας στο βασίλειο αφού δολοφόνησε τον αδερφό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοκράτορας — και μονοκράτωρ, ο (Μ μονοκράτωρ, ορος) απόλυτος κυρίαρχος, μονάρχης μσν. ανώτατος διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. μεγαλο κράτωρ.] …   Dictionary of Greek

  • μονοκράτωρ — ο (Μ μονοκράτωρ, ορος) βλ. μονοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατής — μονοκρατής, ές (Μ) μονοκράτορας, μονάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρατής (< κράτος), πρβλ. μεγαλο κρατής] …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατορεύω — (Μ) [μονοκράτωρ] είμαι μονοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατορώ — (Μ μονοκρατορῶ, έω) [μονοκράτωρ] είμαι μονοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατώ — μονοκρατῶ, έω (Μ) [μονοκρατής] 1. είμαι ή γίνομαι μονοκράτορας, μονάρχης 2. έχω απόλυτη κυριαρχία σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • Καρλομάνος — (Carloman). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμόνων του Μεσαίωνα. 1. Κ. (715 – Βιέννη 754). Βασιλιάς των Φράγκων (741 747). Γιος του Καρόλου Μαρτέλου, διαδέχθηκε τον πατέρα του και συμβασίλευσε με τον αδελφό του, Πεπίνο τον Βραχύ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας …   Dictionary of Greek

  • Κώνστας — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Δυτικού και του Ανατολικού (Βυζάντιο) κράτους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’ (Flavius Julius Constans, 323 – 350). Αυτοκράτορας του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (337 350). Ήταν ο μικρότερος γιος του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»